πεμπώβολον

πεμπώβολον
πεμπώβολον, τό, ([etym.] πέμπε, ὀβελός)
A five-pronged fork, Il.1.463, Od.3.460, cf. Ps.-Hdt. Vit.Hom.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεμπώβολον — five pronged fork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπώβολον — τὸ, Α μαγειρικό εργαλείο από πέντε οβελούς, είδος μακριάς περόνης η οποία είχε πέντε οβελούς και τήν χρησιμοποιούσαν στις θυσίες για να στρέφουν τις σάρκες τών ζώων που καίγονταν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. τού πέντε + ώβολον (< ὀβολός) με… …   Dictionary of Greek

  • πεμπωβόλοις — πεμπώβολον five pronged fork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπωβόλου — πεμπώβολον five pronged fork neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπωβόλων — πεμπώβολον five pronged fork neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπώβολα — πεμπώβολον five pronged fork neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”